- θηρεύει
- θηρεύωhuntpres ind mp 2nd sgθηρεύωhuntpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀετὸς μυίας οὐ θηρεύει. — См. Орел мух не ловит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ιδιοθηρευτικός — ἰδιοθηρευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που θηρεύει, που κυνηγά μόνος ή για τον εαυτό του 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰδιοθηρευτική (ενν. τέχνη) ιδιωτική θήρα, το να θηρεύει κάποιος στα κτήματά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο * + θηρευτικός] … Dictionary of Greek
θηρεύω — 1. κυνηγώ. 2. αναζητώ, επιδιώκω: Θηρεύει τη δόξα. – Θηρεύει ευκαιρίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
орел мух не ловит — (слишком ничтожны) Ср. Löwen fangen keine Mäuse. Ср. L aigle ne chasse point aux mouches. Ср. Leones non sunt papilionibus molesti. Львы бабочкам не в тягость (не опасны). Martial. 12, 61, 5. Ср. De minimis non curât praetor. Маленьких дел претор … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Орел мух не ловит — Орелъ мухъ не ловитъ (слишкомъ ничтожны). Ср. Löwen fangen keine Mäuse. Ср. L’aigle ne chasse point aux mouches. Ср. Leones non sunt papilionibus molesti. Пер. Львы бабочкамъ не втягость (не опасны). Martial. 12, 61, 5. Ср. De minimis non curat… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
ενυγροθηρευτής — ἐνυγροθηρευτής, ο (Α) αυτός που θηρεύει τα ένυγρα, δηλ. όσα διαμένουν μέσα στα νερά ο ψαράς … Dictionary of Greek
θηροσκόπος — θηροσκόπος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτός που θηρεύει θηρία, που αναζητεί άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, τερα σκόπος] … Dictionary of Greek
καινοθήρας — ο 1. αυτός που θηρεύει τα καινά, εκείνος που επιδιώκει να μάθει νέα πράγματα 2. αυτός που αποδέχεται πρόθυμα και χωρίς κρίση καθετί νέο και περιφρονεί την παράδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + θήρας (< θήρα), πρβλ. θεσι θήρας, προικο θήρας. Η λ.… … Dictionary of Greek
κυνηγήτρα — η (Μ κυνηγήτρα) [κυνηγώ] αυτή που κυνηγά, που θηρεύει μσν. αυτή που καταδιώκει … Dictionary of Greek